- τριχίαση
- η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ [τριχιῶ, -άω]ιατρ. ανωμαλία τής εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό τού ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα. || (μσν.-αρχ.) μικρή σχισμή, ιδίως τού κρανίουαρχ.1. πάθηση τής ουρήθρας κατά την οποία παρουσιάζονται στα ούρα μικρά τριχοειδή σωμάτια2. πάθηση τών μαστών γυναικών που θηλάζουν, κατά την οποία παρατηρούνται λεπτές ρωγμές τής θηλής.
Dictionary of Greek. 2013.